- ευθυμολόγος
- οαυτός που λέγει εύθυμα λόγια, αστεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευθυμολογώ — [ευθυμολόγος] λέγω αστεία που προκαλούν ευθυμία … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ευθυμολογία — η [ευθυμολόγος] 1. η ιδιότητα τού ευθυμολόγου, η φαιδρολογία 2. ο εύθυμος λόγος, το ευθυμολόγημα … Dictionary of Greek
χιουμοριστής — ο αυτός που μιλάει ή γράφει με χιούμορ, ευθυμολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)